χρυσοβάλανος

χρυσοβάλανος
η, NA
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ροδίδες
αρχ.
είδος φυτού, πιθ. χουρμαδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + βάλανος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chrysobalanus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοβάλανος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοβαλάνου — χρυσοβάλανος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοβαλάνων — χρυσοβάλανος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοβάλανον — χρυσοβάλανος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CARYOTAE — dicebantur olim palmarum maiores, sicut minores communes et dactyli: nomen a nucali forma nactae. Earum maximas sex digitos in longitudine efficere, scribit Diodorus, τοὺς μεν` μείζους κατα τὸ μέγεθος ἕξ δακτύλων ὄτας: quô pactô quaterni iuncti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”